-
1 ἀγχί-νοος
ἀγχί-νοος, - νους, schnellauffassend, scharfsinnig, Hom. einmal, Odyss. 13, 332 ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων, Scholl. ταχὺς περὶ τὸ νοῆσαι; Plat. verb. mit εὐμαϑής u. μνήμων Legg. V, 747 b, mit ὀξύς Theaet. 144 a; διὰ τὸ ἀγχ. εἶναι ταχὺ ἀπεκρίνετο Xen. Cvr. 1, 4, 3; – ἀγχινούστερος Aesop. 57. – Adv. ἀγχίνως, Arist.
-
2 ἐπητής
ἐπητής ὁ, wohlwollend, verständig; Hom. dreimal: Odyss. 18, 128 ἐπητῇ δ' ἀνδρὶ ἔοικας; 13, 332 οὕνεκ' ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων; Odyss. 21, 306 οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις ἡμετέρῳ ἐνὶ δήμῳ, Aristarch (vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 152) schrieb nach Apollon. Lex. Hom. p. 71, 34 οὐ γάρ τευ ἐπητέως (? ἐπητέος?) und erklärte ἐπητέως (? ἐπητέος?) = εὐγνώμονος. Aus derselben Stelle des Apollon. scheint zu erhellen, daß Aristarch Odyss. 13, 332 ἐπητής = συνετός erklärte. Ueber die Ableitung des Wortes s. Apoll. Lex. l. c. u. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2. Ausg. S. 346, über den Accent Schol. Odyss. 13, 332 (Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 301). – Bei An. Rh. 2, 987 von den Amazonen, οὐ μάλ' ἐπητέες.
-
3 ἐχέ-φρων
ἐχέ-φρων, ον, gen. ονος, Verstand, Einsicht habend, klug, besonnen; Penelope, Od. oft; καὶ ἀγαϑός Il. 9, 341, καὶ ἀγχίνοος Od. 13, 332; sp. D., wie Nonn. oft. – Adv. ἐχεφρόνως, D. Sic. 15, 33.
См. также в других словарях:
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
αγχίνους — ουν (Α ἀγχίνους και ασυναίρ. ἀγχίνοος οον) αυτός που έχει γρήγορη αντίληψη, εύστροφο νου, ο έξυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + νοῦς. ΠΑΡ. ἀγχίνοια] … Dictionary of Greek